πλησίος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλησίος | ἡ | πλησίᾱ | τὸ | πλησίον |
| γενική | τοῦ | πλησίου | τῆς | πλησίᾱς | τοῦ | πλησίου |
| δοτική | τῷ | πλησίῳ | τῇ | πλησίᾳ | τῷ | πλησίῳ |
| αιτιατική | τὸν | πλησίον | τὴν | πλησίᾱν | τὸ | πλησίον |
| κλητική ὦ! | πλησίε | πλησίᾱ | πλησίον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πλησίοι | αἱ | πλησίαι | τὰ | πλησίᾰ |
| γενική | τῶν | πλησίων | τῶν | πλησίων | τῶν | πλησίων |
| δοτική | τοῖς | πλησίοις | ταῖς | πλησίαις | τοῖς | πλησίοις |
| αιτιατική | τοὺς | πλησίους | τὰς | πλησίᾱς | τὰ | πλησίᾰ |
| κλητική ὦ! | πλησίοι | πλησίαι | πλησίᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλησίω | τὼ | πλησίᾱ | τὼ | πλησίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | πλησίοιν | τοῖν | πλησίαιν | τοῖν | πλησίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλησίος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πλησίος, -α, -ον, συγκριτικός :πλησιαίτερος/πλησιέστερος, υπερθετικός : πλησιαίτατος
Παράγωγα
παράγωγα & σύνθετα
- πλησιάζω & παράγωγα
- πλησίον & παράγωγα
- πλησιότης
- πλησιόχωρος
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πλησίος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλησίος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.