πληκτρολογημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληκτρολογημένος η πληκτρολογημένη το πληκτρολογημένο
      γενική του πληκτρολογημένου της πληκτρολογημένης του πληκτρολογημένου
    αιτιατική τον πληκτρολογημένο την πληκτρολογημένη το πληκτρολογημένο
     κλητική πληκτρολογημένε πληκτρολογημένη πληκτρολογημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληκτρολογημένοι οι πληκτρολογημένες τα πληκτρολογημένα
      γενική των πληκτρολογημένων των πληκτρολογημένων των πληκτρολογημένων
    αιτιατική τους πληκτρολογημένους τις πληκτρολογημένες τα πληκτρολογημένα
     κλητική πληκτρολογημένοι πληκτρολογημένες πληκτρολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πληκτρολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πληκτρολογώ

Μετοχή

πληκτρολογημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.