πλευριτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλευριτικός η πλευριτική το πλευριτικό
      γενική του πλευριτικού της πλευριτικής του πλευριτικού
    αιτιατική τον πλευριτικό την πλευριτική το πλευριτικό
     κλητική πλευριτικέ πλευριτική πλευριτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλευριτικοί οι πλευριτικές τα πλευριτικά
      γενική των πλευριτικών των πλευριτικών των πλευριτικών
    αιτιατική τους πλευριτικούς τις πλευριτικές τα πλευριτικά
     κλητική πλευριτικοί πλευριτικές πλευριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

πλευριτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pleurétique, pleuritique < μεσαιωνική λατινική pleuriticus < αρχαία ελληνική πλευρῖτ(ις) + -icus (< -ικός)

Επίθετο

πλευριτικός, -ή, -ό

Ετυμολογία 2

πλευριτικός < πλευρίτ(ης) + -ικός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλευριτικός οι πλευριτικοί
      γενική του πλευριτικού των πλευριτικών
    αιτιατική τον πλευριτικό τους πλευριτικούς
     κλητική πλευριτικέ πλευριτικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

πλευριτικός, -ού

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.