πλευριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλευριτικός | η | πλευριτική | το | πλευριτικό |
| γενική | του | πλευριτικού | της | πλευριτικής | του | πλευριτικού |
| αιτιατική | τον | πλευριτικό | την | πλευριτική | το | πλευριτικό |
| κλητική | πλευριτικέ | πλευριτική | πλευριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλευριτικοί | οι | πλευριτικές | τα | πλευριτικά |
| γενική | των | πλευριτικών | των | πλευριτικών | των | πλευριτικών |
| αιτιατική | τους | πλευριτικούς | τις | πλευριτικές | τα | πλευριτικά |
| κλητική | πλευριτικοί | πλευριτικές | πλευριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- πλευριτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pleurétique, pleuritique < μεσαιωνική λατινική pleuriticus < αρχαία ελληνική πλευρῖτ(ις) + -icus (< -ικός)
Ετυμολογία 2
- πλευριτικός < πλευρίτ(ης) + -ικός
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλευριτικός | οι | πλευριτικοί |
| γενική | του | πλευριτικού | των | πλευριτικών |
| αιτιατική | τον | πλευριτικό | τους | πλευριτικούς |
| κλητική | πλευριτικέ | πλευριτικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- πλευριτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλευριτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.