πλευρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλευρισμένος η πλευρισμένη το πλευρισμένο
      γενική του πλευρισμένου της πλευρισμένης του πλευρισμένου
    αιτιατική τον πλευρισμένο την πλευρισμένη το πλευρισμένο
     κλητική πλευρισμένε πλευρισμένη πλευρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλευρισμένοι οι πλευρισμένες τα πλευρισμένα
      γενική των πλευρισμένων των πλευρισμένων των πλευρισμένων
    αιτιατική τους πλευρισμένους τις πλευρισμένες τα πλευρισμένα
     κλητική πλευρισμένοι πλευρισμένες πλευρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλευρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλευρίζω

Μετοχή

πλευρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.