πλευρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλευρίζω < πλευρά + -ίζω

Ρήμα

πλευρίζω

  1. (για σκάφος) πλησιάζω και ακουμπάω στην προκυμαία ή σε άλλο πλοίο με τη μία πλευρά
      Το καΐκι θα στεκότανε στ' ανοιχτά - ποτέ δεν πλευρίζανε τα καΐκια στην έρημη ακρογιαλιά που απλωνότανε κάτω απ' τα πόδια του χωριού μας. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα])
  2. (μεταφορικά) (για άνθρωπο) πλησιάζω, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, κάποιον δήθεν για εξυπηρέτηση


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.