πλεονεκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλεονεκτικός η πλεονεκτική το πλεονεκτικό
      γενική του πλεονεκτικού της πλεονεκτικής του πλεονεκτικού
    αιτιατική τον πλεονεκτικό την πλεονεκτική το πλεονεκτικό
     κλητική πλεονεκτικέ πλεονεκτική πλεονεκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλεονεκτικοί οι πλεονεκτικές τα πλεονεκτικά
      γενική των πλεονεκτικών των πλεονεκτικών των πλεονεκτικών
    αιτιατική τους πλεονεκτικούς τις πλεονεκτικές τα πλεονεκτικά
     κλητική πλεονεκτικοί πλεονεκτικές πλεονεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλεονεκτικός < αρχαία ελληνική πλεονεκτικός < πλέον + ἔχω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική avantageux[1] [2])

Επίθετο

πλεονεκτικός

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πλεονεκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πλεονεκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.