πλεξούδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεξούδα οι πλεξούδες
      γενική της πλεξούδας των πλεξούδων
    αιτιατική την πλεξούδα τις πλεξούδες
     κλητική πλεξούδα πλεξούδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεξούδα < πλέξις
μια πλεξούδα από τρία νήματα
πλεξούδα μαλλιών

Ουσιαστικό

πλεξούδα θηλυκό και πλεξίδα

  1. νήματα, συνήθως τρία, που έχουν πλεχτεί μεταξύ τους
  2. παρόμοιο χτένισμα όπου τα μαλλιά χωρίζονται στα τρία και πλέκονται μεταξύ τους
  3. ομάδα ομοειδών αντικειμένων που με κάποιο τρόπο έχουν πλεχτεί μεταξύ τους
    μια πλεξούδα σκόρδα
  4. είδος ζυμαρικού που μοιάζει με πλεξούδα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.