κοτσίδα

Νέα ελληνικά (el)

γυναίκα με μακριά κοτσίδα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοτσίδα οι κοτσίδες
      γενική της κοτσίδας των κοτσίδων
    αιτιατική την κοτσίδα τις κοτσίδες
     κλητική κοτσίδα κοτσίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοτσίδα < αρχαία ελληνική κοττίς (κοττίδα)

Ουσιαστικό

κοτσίδα θηλυκό

  1. νήματα, συνήθως τρία, που έχουν πλεχτεί μεταξύ τους
  2. παρόμοιο χτένισμα όπου τα μαλλιά χωρίζονται στα τρία και πλέκονται μεταξύ τους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.