πλέξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλέξῐς αἱ πλέξεις
      γενική τῆς πλέξεως τῶν πλέξεων
      δοτική τῇ πλέξει ταῖς πλέξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πλέξῐν τὰς πλέξεις
     κλητική ! πλέξῐ πλέξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλέξει
γεν-δοτ τοῖν  πλεξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλέξις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλέξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.