πλέξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πλέξῐς | αἱ | πλέξεις |
| γενική | τῆς | πλέξεως | τῶν | πλέξεων |
| δοτική | τῇ | πλέξει | ταῖς | πλέξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πλέξῐν | τὰς | πλέξεις |
| κλητική ὦ! | πλέξῐ | πλέξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλέξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πλεξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλέξις < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πλέξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.