πλαστογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλαστογραφημένος | η | πλαστογραφημένη | το | πλαστογραφημένο |
| γενική | του | πλαστογραφημένου | της | πλαστογραφημένης | του | πλαστογραφημένου |
| αιτιατική | τον | πλαστογραφημένο | την | πλαστογραφημένη | το | πλαστογραφημένο |
| κλητική | πλαστογραφημένε | πλαστογραφημένη | πλαστογραφημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλαστογραφημένοι | οι | πλαστογραφημένες | τα | πλαστογραφημένα |
| γενική | των | πλαστογραφημένων | των | πλαστογραφημένων | των | πλαστογραφημένων |
| αιτιατική | τους | πλαστογραφημένους | τις | πλαστογραφημένες | τα | πλαστογραφημένα |
| κλητική | πλαστογραφημένοι | πλαστογραφημένες | πλαστογραφημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.