πλανήτης νάνος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- → δείτε τις λέξεις πλανήτης και νάνος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dwarf planet
Πολυλεκτικός όρος
πλανήτης νάνος αρσενικό
- (αστρονομία) μικρό ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο και δεν εντάσσεται στην κατηγορία των πλανητών και των δορυφόρων των πλανητών
Πηγές
- πλανήτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.