πλαγιοδετημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαγιοδετημένος η πλαγιοδετημένη το πλαγιοδετημένο
      γενική του πλαγιοδετημένου της πλαγιοδετημένης του πλαγιοδετημένου
    αιτιατική τον πλαγιοδετημένο την πλαγιοδετημένη το πλαγιοδετημένο
     κλητική πλαγιοδετημένε πλαγιοδετημένη πλαγιοδετημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαγιοδετημένοι οι πλαγιοδετημένες τα πλαγιοδετημένα
      γενική των πλαγιοδετημένων των πλαγιοδετημένων των πλαγιοδετημένων
    αιτιατική τους πλαγιοδετημένους τις πλαγιοδετημένες τα πλαγιοδετημένα
     κλητική πλαγιοδετημένοι πλαγιοδετημένες πλαγιοδετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

πλαγιοδετημένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.