πλαγιοδετώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλαγιοδετώ < πλαγιοδέτης + -ώ
Ρήμα
πλαγιοδετώ (παθητική φωνή: πλαγιοδετούμαι)
Συγγενικά
- πλαγιοδέτης
- πλαγιοδέτηση
- πλαγιόδετος / πλαγιοδετημένος
- → δείτε τις λέξεις πλάγιος και δένω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλαγιοδετώ | πλαγιοδετούσα | θα πλαγιοδετώ | να πλαγιοδετώ | πλαγιοδετώντας | |
| β' ενικ. | πλαγιοδετείς | πλαγιοδετούσες | θα πλαγιοδετείς | να πλαγιοδετείς | (πλαγιοδέτει) | |
| γ' ενικ. | πλαγιοδετεί | πλαγιοδετούσε | θα πλαγιοδετεί | να πλαγιοδετεί | ||
| α' πληθ. | πλαγιοδετούμε | πλαγιοδετούσαμε | θα πλαγιοδετούμε | να πλαγιοδετούμε | ||
| β' πληθ. | πλαγιοδετείτε | πλαγιοδετούσατε | θα πλαγιοδετείτε | να πλαγιοδετείτε | πλαγιοδετείτε | |
| γ' πληθ. | πλαγιοδετούν(ε) | πλαγιοδετούσαν(ε) | θα πλαγιοδετούν(ε) | να πλαγιοδετούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλαγιοδέτησα | θα πλαγιοδετήσω | να πλαγιοδετήσω | πλαγιοδετήσει | ||
| β' ενικ. | πλαγιοδέτησες | θα πλαγιοδετήσεις | να πλαγιοδετήσεις | πλαγιοδέτησε | ||
| γ' ενικ. | πλαγιοδέτησε | θα πλαγιοδετήσει | να πλαγιοδετήσει | |||
| α' πληθ. | πλαγιοδετήσαμε | θα πλαγιοδετήσουμε | να πλαγιοδετήσουμε | |||
| β' πληθ. | πλαγιοδετήσατε | θα πλαγιοδετήσετε | να πλαγιοδετήσετε | πλαγιοδετήστε | ||
| γ' πληθ. | πλαγιοδέτησαν πλαγιοδετήσαν(ε) |
θα πλαγιοδετήσουν(ε) | να πλαγιοδετήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλαγιοδετήσει | είχα πλαγιοδετήσει | θα έχω πλαγιοδετήσει | να έχω πλαγιοδετήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλαγιοδετήσει | είχες πλαγιοδετήσει | θα έχεις πλαγιοδετήσει | να έχεις πλαγιοδετήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλαγιοδετήσει | είχε πλαγιοδετήσει | θα έχει πλαγιοδετήσει | να έχει πλαγιοδετήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλαγιοδετήσει | είχαμε πλαγιοδετήσει | θα έχουμε πλαγιοδετήσει | να έχουμε πλαγιοδετήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλαγιοδετήσει | είχατε πλαγιοδετήσει | θα έχετε πλαγιοδετήσει | να έχετε πλαγιοδετήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλαγιοδετήσει | είχαν πλαγιοδετήσει | θα έχουν πλαγιοδετήσει | να έχουν πλαγιοδετήσει |
| |
Μεταφράσεις
πλαγιοδετώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.