δοκεῖ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

δοκεῖ

Ρηματικός τύπος

δοκεῖ

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του δοκῶ (συνηρημένο)
  2. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα (δοκοῦμαι) του δοκῶ (συνηρημένο)

3. Δοκει,εδοκει,δοξει,έδοξε,δέδοκται,εδεδοκτο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.