πιτσαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πιτσαδόρος | οι | πιτσαδόροι |
| γενική | του | πιτσαδόρου | των | πιτσαδόρων |
| αιτιατική | τον | πιτσαδόρο | τους | πιτσαδόρους |
| κλητική | πιτσαδόρε | πιτσαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.t͡saˈðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐τσα‐δό‐ρος
Ουσιαστικό
πιτσαδόρος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.