πιστοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστοποιημένος η πιστοποιημένη το πιστοποιημένο
      γενική του πιστοποιημένου της πιστοποιημένης του πιστοποιημένου
    αιτιατική τον πιστοποιημένο την πιστοποιημένη το πιστοποιημένο
     κλητική πιστοποιημένε πιστοποιημένη πιστοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστοποιημένοι οι πιστοποιημένες τα πιστοποιημένα
      γενική των πιστοποιημένων των πιστοποιημένων των πιστοποιημένων
    αιτιατική τους πιστοποιημένους τις πιστοποιημένες τα πιστοποιημένα
     κλητική πιστοποιημένοι πιστοποιημένες πιστοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιστοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου πιστοποιώ

Μετοχή

πιστοποιημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.