απιστοποίητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απιστοποίητος η απιστοποίητη το απιστοποίητο
      γενική του απιστοποίητου της απιστοποίητης του απιστοποίητου
    αιτιατική τον απιστοποίητο την απιστοποίητη το απιστοποίητο
     κλητική απιστοποίητε απιστοποίητη απιστοποίητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απιστοποίητοι οι απιστοποίητες τα απιστοποίητα
      γενική των απιστοποίητων των απιστοποίητων των απιστοποίητων
    αιτιατική τους απιστοποίητους τις απιστοποίητες τα απιστοποίητα
     κλητική απιστοποίητοι απιστοποίητες απιστοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απιστοποίητος < α- + πιστοποιώ + -τος

Επίθετο

απιστοποίητος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.