πιπερόριζα
Νέα ελληνικά (el)

(1)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιπερόριζα | οι | πιπερόριζες |
| γενική | της | πιπερόριζας | των | πιπεροριζών |
| αιτιατική | την | πιπερόριζα | τις | πιπερόριζες |
| κλητική | πιπερόριζα | πιπερόριζες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

(2)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.peˈɾo.ɾi.za/
Ουσιαστικό
πιπερόριζα θηλυκό
- (φυτό) πολυετές φυτό με κονδυλώδες ρίζωμα (Zingiber officinale)
- (γαστρονομία) η ρίζα του παραπάνω φυτού, που αναδύει πικάντικο λεμονοειδές άρωμα και χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό αλλά και στη φαρμακευτική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.