πιεστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιεστός | η | πιεστή | το | πιεστό |
| γενική | του | πιεστού | της | πιεστής | του | πιεστού |
| αιτιατική | τον | πιεστό | την | πιεστή | το | πιεστό |
| κλητική | πιεστέ | πιεστή | πιεστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιεστοί | οι | πιεστές | τα | πιεστά |
| γενική | των | πιεστών | των | πιεστών | των | πιεστών |
| αιτιατική | τους | πιεστούς | τις | πιεστές | τα | πιεστά |
| κλητική | πιεστοί | πιεστές | πιεστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πιεστός < αρχαία ελληνική πιεστός < πιέζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πιέζω
Μεταφράσεις
πιεστός
|
|
Πηγές
- πιεστός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πιεστός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.