πιεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιεστής οι πιεστές
      γενική του πιεστή των πιεστών
    αιτιατική τον πιεστή τους πιεστές
     κλητική πιεστή πιεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιεστής < πιεστήριο + -τής[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pressier[2])

Ουσιαστικό

πιεστής αρσενικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πιεστής

  1. πιεστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πιεστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.