πιεστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιεστήριο | τα | πιεστήρια |
| γενική | του | πιεστηρίου & πιεστήριου |
των | πιεστηρίων |
| αιτιατική | το | πιεστήριο | τα | πιεστήρια |
| κλητική | πιεστήριο | πιεστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιεστήριο < ελληνιστική < πιέζω
Ουσιαστικό
πιεστήριο ουδέτερο
Εκφράσεις
- επί του πιεστηρίου: ακριβώς τη στιγμή της τύπωσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.