τύπωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύπωση οι τυπώσεις
      γενική της τύπωσης* των τυπώσεων
    αιτιατική την τύπωση τις τυπώσεις
     κλητική τύπωση τυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τύπωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τύπωση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.