πιεζομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιεζομετρικός | η | πιεζομετρική | το | πιεζομετρικό |
| γενική | του | πιεζομετρικού | της | πιεζομετρικής | του | πιεζομετρικού |
| αιτιατική | τον | πιεζομετρικό | την | πιεζομετρική | το | πιεζομετρικό |
| κλητική | πιεζομετρικέ | πιεζομετρική | πιεζομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιεζομετρικοί | οι | πιεζομετρικές | τα | πιεζομετρικά |
| γενική | των | πιεζομετρικών | των | πιεζομετρικών | των | πιεζομετρικών |
| αιτιατική | τους | πιεζομετρικούς | τις | πιεζομετρικές | τα | πιεζομετρικά |
| κλητική | πιεζομετρικοί | πιεζομετρικές | πιεζομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πιεζομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική piezometric < piezometry < αρχαία ελληνική πιέζω + μέτρον
Επίθετο
πιεζομετρικός, -ή, -ό
- (φυσική) που έχει σχέση με την πιεζομετρία ή το πιεζόμετρο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πιεζομετρία, πιέζω και μέτρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.