πηλίκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πηλίκο | τα | πηλίκα |
| γενική | του | πηλίκου | των | πηλίκων |
| αιτιατική | το | πηλίκο | τα | πηλίκα |
| κλητική | πηλίκο | πηλίκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πηλίκο < αρχαία ελληνική πηλίκος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) quotient (< λατινικά quotiens)
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈli.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐λί‐κο
Εκφράσεις
- μηδέν εις το πηλίκο(ν): κανένα αποτέλεσμα
- πηλίκο ευφυΐας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.