πηλίκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | πηλίκος | πηλίκη | πηλίκον | |||
| γενική | πηλίκου | πηλίκης | πηλίκου | |||
| δοτική | πηλίκῳ | πηλίκῃ | πηλίκῳ | |||
| αιτιατική | πηλίκον | πηλίκην | πηλίκον | |||
| κλητική ὦ! | — | — | — | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | πηλίκοι | πηλίκαι | πηλίκᾰ | |||
| γενική | πηλίκων | πηλίκων | πηλίκων | |||
| δοτική | πηλίκοις | πηλίκαις | πηλίκοις | |||
| αιτιατική | πηλίκους | πηλίκᾱς | πηλίκᾰ | |||
| κλητική ὦ! | — | — | — | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | πηλίκω | πηλίκᾱ | πηλίκω | |||
| γεν-δοτ | πηλίκοιν | πηλίκαιν | πηλίκοιν | |||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες | ||||||
Αντωνυμία
πηλίκος, -η, -ον
Αναφορές
- πηλίκο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πηλίκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πηλίκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.