πεφωτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεφωτισμένος | η | πεφωτισμένη | το | πεφωτισμένο |
| γενική | του | πεφωτισμένου | της | πεφωτισμένης | του | πεφωτισμένου |
| αιτιατική | τον | πεφωτισμένο | την | πεφωτισμένη | το | πεφωτισμένο |
| κλητική | πεφωτισμένε | πεφωτισμένη | πεφωτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεφωτισμένοι | οι | πεφωτισμένες | τα | πεφωτισμένα |
| γενική | των | πεφωτισμένων | των | πεφωτισμένων | των | πεφωτισμένων |
| αιτιατική | τους | πεφωτισμένους | τις | πεφωτισμένες | τα | πεφωτισμένα |
| κλητική | πεφωτισμένοι | πεφωτισμένες | πεφωτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεφωτισμένος < αρχαία ελληνική πεφωτισμένος
Μετοχή
πεφωτισμένος (λόγιο)
- αυτός που έχει φωτιστεί, που λάμπει
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πεφωτισμένος < φαίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.