πευκιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πευκιάς | οι | πευκιάδες |
| γενική | του | πευκιά | των | πευκιάδων |
| αιτιατική | τον | πευκιά | τους | πευκιάδες |
| κλητική | πευκιά | πευκιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pefˈcas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πευ‐κιάς
Συνώνυμα
- πευκοδάσος, πευκόδασο
- πευκώνας
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.