επιτραχήλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιτραχήλιο | τα | επιτραχήλια |
| γενική | του | επιτραχηλίου & επιτραχήλιου |
των | επιτραχηλίων |
| αιτιατική | το | επιτραχήλιο | τα | επιτραχήλια |
| κλητική | επιτραχήλιο | επιτραχήλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Επιτραχήλιο
Ετυμολογία
- επιτραχήλιο < ελληνιστική κοινή ἐπιτραχήλιον, ουδέτερο του ἐπιτραχήλιος < ἐπί + αρχαία ελληνική τράχηλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.tɾaˈçi.li.o/
Μεταφράσεις
επιτραχήλιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.