πισωπεταλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πισωπεταλιά οι πισωπεταλιές
      γενική της πισωπεταλιάς των πισωπεταλιών
    αιτιατική την πισωπεταλιά τις πισωπεταλιές
     κλητική πισωπεταλιά πισωπεταλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πισωπεταλιά < πίσω + πεταλιά

Ουσιαστικό

πισωπεταλιά θηλυκό

  1. το να κάνει κάποιος πεταλιά προς τα πίσω
  2. οπισθοπορεία, ανάποδη πορεία
    Το έργο είναι γραμμένο πισωπεταλιά. Η πρώτη σκηνή του, δηλαδή, είναι χρονικά τοποθετημένη την άνοιξη του 1977 και η τελευταία τον χειμώνα του 1968. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.