περιφερειάρχισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιφερειάρχισσα οι περιφερειάρχισσες
      γενική της περιφερειάρχισσας των περιφερειαρχισσών
    αιτιατική την περιφερειάρχισσα τις περιφερειάρχισσες
     κλητική περιφερειάρχισσα περιφερειάρχισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιφερειάρχισσα < περιφερειάρχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

περιφερειάρχισσα θηλυκό

  • θηλυκό του περιφερειάρχης
    Με το που έφτασε το κλιμάκιο στο χωριό, δεκάδες κάτοικοι πλησίασαν την κ. Μενδώνη και την περιφερειάρχισσα Ηπείρου Δήμητρα Γεωργακοπούλου-Μπάστα, που τη συνόδευε, για να τους εκθέσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.