heaume

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
heaume heaumes

Ουσιαστικό

heaume (fr) αρσενικό

  1. η περικεφαλαία
  2. (εραλδική) κράνος πάνω από ένα στρατιωτικό οικόσημο που δείχνει τη θέση που έχει ο κάτοχός του στην αριστοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.