heaume
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| heaume | heaumes |
Ουσιαστικό
heaume (fr) αρσενικό
- η περικεφαλαία
- (εραλδική) κράνος πάνω από ένα στρατιωτικό οικόσημο που δείχνει τη θέση που έχει ο κάτοχός του στην αριστοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.