περατζάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περατζάδα | οι | περατζάδες |
| γενική | της | περατζάδας | των | περατζάδων |
| αιτιατική | την | περατζάδα | τις | περατζάδες |
| κλητική | περατζάδα | περατζάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περατζάδα < περαντζάδα < *περάντζα[1] + -άδα < πέρα + -άντζα
Ουσιαστικό
περατζάδα θηλυκό
- το πέρασμα από κάποιο σημείο ή σημεία
- το μέρος που πηγαινοέρχεται, κόβει βόλτες ή, απλά, περνάει πολύς κόσμος
Μεταφράσεις
περατζάδα
|
|
- πβ. μπροστάντζα· περάντζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.