περαντζάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περαντζάδα | οι | περαντζάδες |
| γενική | της | περαντζάδας | των | περαντζάδων |
| αιτιατική | την | περαντζάδα | τις | περαντζάδες |
| κλητική | περαντζάδα | περαντζάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
περαντζάδα
|
- πβ. μπροστάντζα· περάντζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.