πεπλανημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπλανημένος η πεπλανημένη το πεπλανημένο
      γενική του πεπλανημένου της πεπλανημένης του πεπλανημένου
    αιτιατική τον πεπλανημένο την πεπλανημένη το πεπλανημένο
     κλητική πεπλανημένε πεπλανημένη πεπλανημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπλανημένοι οι πεπλανημένες τα πεπλανημένα
      γενική των πεπλανημένων των πεπλανημένων των πεπλανημένων
    αιτιατική τους πεπλανημένους τις πεπλανημένες τα πεπλανημένα
     κλητική πεπλανημένοι πεπλανημένες πεπλανημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεπλανημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλανώ, πλανιέμαι/πλανώμαι

Μετοχή

πεπλανημένος, -η, -ο και πλανημένος

  1. που έχει πλανηθεί, που βρίσκεται σε πλάνη
  2. που είναι προϊόν πλάνης
    πεπλανημένη δικαστική απόφαση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.