πλανιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλανιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος πλανώ < αρχαία ελληνική πλανάω / πλανῶ - μέσο πλανάομαι / πλανῶμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /plaˈɲe.me/
Ρήμα
πλανιέμαι/πλανώμαι, π.αόρ.: πλανήθηκα, μτχ.π.π.: πλανημένος, (ενεργ.: πλανώ) συνήθως στην παθητική φωνή
- περιφέρομαι από τόπο σε τόπο
- (για φήμες) διαδίδομαι
- (για κίνδυνο, απειλή) πρόκειται να συμβεί
- πλανιόνται σύννεφα πολέμου
- σχηματίζω λανθασμένη εντύπωση (συχνά στη μορφή: πλανώμαι)
Συγγενικά
- περιπλανιέμαι
- πλανεύω
- και → δείτε τη λέξη πλανώ
Κλίση
- Σπάνια στην ενεργητική φωνή → δείτε τη λέξη πλανώ
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου: πλανημένος, πλανεμένος (δείτε πλανεύω), πεπλανημένος (λόγιο, δείτε πλανώμαι)
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλανιέμαι | πλανιόμουν(α) | θα πλανιέμαι | να πλανιέμαι | ||
| β' ενικ. | πλανιέσαι | πλανιόσουν(α) | θα πλανιέσαι | να πλανιέσαι | ||
| γ' ενικ. | πλανιέται | πλανιόταν(ε) | θα πλανιέται | να πλανιέται | ||
| α' πληθ. | πλανιόμαστε | πλανιόμαστε πλανιόμασταν |
θα πλανιόμαστε | να πλανιόμαστε | ||
| β' πληθ. | πλανιέστε | πλανιόσαστε πλανιόσασταν |
θα πλανιέστε | να πλανιέστε | πλανιέστε | |
| γ' πληθ. | πλανιούνται | πλανιόνταν(ε) πλανιούνταν πλανιόντουσαν |
θα πλανιούνται | να πλανιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλανήθηκα | θα πλανηθώ | να πλανηθώ | πλανηθεί | ||
| β' ενικ. | πλανήθηκες | θα πλανηθείς | να πλανηθείς | πλανήσου | ||
| γ' ενικ. | πλανήθηκε | θα πλανηθεί | να πλανηθεί | |||
| α' πληθ. | πλανηθήκαμε | θα πλανηθούμε | να πλανηθούμε | |||
| β' πληθ. | πλανηθήκατε | θα πλανηθείτε | να πλανηθείτε | πλανηθείτε | ||
| γ' πληθ. | πλανήθηκαν πλανηθήκαν(ε) |
θα πλανηθούν(ε) | να πλανηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πλανηθεί | είχα πλανηθεί | θα έχω πλανηθεί | να έχω πλανηθεί | πλανημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πλανηθεί | είχες πλανηθεί | θα έχεις πλανηθεί | να έχεις πλανηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πλανηθεί | είχε πλανηθεί | θα έχει πλανηθεί | να έχει πλανηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλανηθεί | είχαμε πλανηθεί | θα έχουμε πλανηθεί | να έχουμε πλανηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πλανηθεί | είχατε πλανηθεί | θα έχετε πλανηθεί | να έχετε πλανηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλανηθεί | είχαν πλανηθεί | θα έχουν πλανηθεί | να έχουν πλανηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.