γλειφιτζούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλειφιτζούρι τα γλειφιτζούρια
      γενική του γλειφιτζουριού των γλειφιτζουριών
    αιτιατική το γλειφιτζούρι τα γλειφιτζούρια
     κλητική γλειφιτζούρι γλειφιτζούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλειφιτζούρι < γλειφιτζής ή γλειφίτσης (=λαίμαργος < γλείφω + -ίτσης) + -ούρι

Ουσιαστικό

γλειφιτζούρι ουδέτερο

  1. παιδικό γλύκισμα από καραμέλα με μικρό ξύλινο ή πλαστικό στέλεχος
  2. (μεταφορικά), (χυδαίο) πεολειχία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.