πενταπλούς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πενταπλούς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πενταπλοῦς, συνηρημένος τύπος του πενταπλόος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pen.daˈplus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντα‐πλούς
- παλιότερος συλλαβισμός : πεν‐τα‐πλούς
Επίθετο
πενταπλούς, πενταπλή, πενταπλούν (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πενταπλοῦς)
- (λόγιο) πενταπλός
- ↪ υπογράφεται εις πενταπλούν
Πηγές
- πενταπλούς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.