πελότα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πελότα | οι | πελότες |
| γενική | της | πελότας | των | (πελοτών) |
| αιτιατική | την | πελότα | τις | πελότες |
| κλητική | πελότα | πελότες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πελότα < (άμεσο δάνειο) γαλλική pelote
- πελότα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pelota < ισπανική pelota

πελότα με καρφίτσες

παίζοντας πελότα
Ουσιαστικό
πελότα θηλυκό
- μικρό στρογγυλό ή τετράγωνο μαξιλαράκι, συνήθως με βάση, που χρησιμοποιείται για να καρφιτσώνουμε τις βελόνες και τις καρφίτσες, ώστε να τις έχουμε πρόχειρες
- παιχνίδι ισπανικής προέλευσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.