μαξιλαράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαξιλαράκι τα μαξιλαράκια
      γενική
    αιτιατική το μαξιλαράκι τα μαξιλαράκια
     κλητική μαξιλαράκι μαξιλαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαξιλαράκι < μαξιλάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

μαξιλαράκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του: μαξιλάρι, το μικρό μαξιλάρι
  2. η καρφιτσοθήκη

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μαξιλάρι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.