βελονοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελονοθήκη οι βελονοθήκες
      γενική της βελονοθήκης των βελονοθηκών
    αιτιατική τη βελονοθήκη τις βελονοθήκες
     κλητική βελονοθήκη βελονοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αντίγραφο μιας βελονοθήκης της εποχής των Βίκινγκ

Ετυμολογία

βελονοθήκη < βελόνα + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό

βελονοθήκη θηλυκό

  • μικρή θήκη για βελόνες, συνήθως φτιαγμένη από μέταλλο ή ύφασμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.