πελαγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πελαγωμένος | η | πελαγωμένη | το | πελαγωμένο |
| γενική | του | πελαγωμένου | της | πελαγωμένης | του | πελαγωμένου |
| αιτιατική | τον | πελαγωμένο | την | πελαγωμένη | το | πελαγωμένο |
| κλητική | πελαγωμένε | πελαγωμένη | πελαγωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πελαγωμένοι | οι | πελαγωμένες | τα | πελαγωμένα |
| γενική | των | πελαγωμένων | των | πελαγωμένων | των | πελαγωμένων |
| αιτιατική | τους | πελαγωμένους | τις | πελαγωμένες | τα | πελαγωμένα |
| κλητική | πελαγωμένοι | πελαγωμένες | πελαγωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πελαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πελαγώνω
Μετοχή
πελαγωμένος, -η, -ο
- αμήχανος, που δεν ξέρει πώς να φερθεί, τι να κάνει
- Τίποτις δεν κατάλαβα... λέει πελαγωμένος ο Στρατής. (Μενέλαου Λουντέμη, Αγέλαστη Άνοιξη)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πελαγωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.