πελαγώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πελαγώνω < ελληνιστική κοινή πελαγόω[1] / πελαγῶ + -ώνω < αρχαία ελληνική πέλαγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.laˈɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λα‐γώ‐νω
Ρήμα
πελαγώνω
- (λαϊκότροπο) πλέω στο πέλαγος
- ※ Κανόνι βροντοῦσε πέρα τὸ κῦμα. Καὶ μᾶς ἔδερνε καὶ μᾶς ἔσπρωχνε καὶ μᾶς πελάγωνε, σὰν νὰ μᾶς εἶχε ἀντίδικους. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Κακότυχος, από τη συλλογή Λόγια της πλώρης, 1924)
- (μεταφορικά) βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τι να κάνω, πώς να φερθώ
Συγγενικά
- πελάγωμα
- πελαγωμένος
- → δείτε τη λέξη πέλαγος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πελαγώνω | πελάγωνα | θα πελαγώνω | να πελαγώνω | πελαγώνοντας | |
| β' ενικ. | πελαγώνεις | πελάγωνες | θα πελαγώνεις | να πελαγώνεις | πελάγωνε | |
| γ' ενικ. | πελαγώνει | πελάγωνε | θα πελαγώνει | να πελαγώνει | ||
| α' πληθ. | πελαγώνουμε | πελαγώναμε | θα πελαγώνουμε | να πελαγώνουμε | ||
| β' πληθ. | πελαγώνετε | πελαγώνατε | θα πελαγώνετε | να πελαγώνετε | πελαγώνετε | |
| γ' πληθ. | πελαγώνουν(ε) | πελάγωναν πελαγώναν(ε) |
θα πελαγώνουν(ε) | να πελαγώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πελάγωσα | θα πελαγώσω | να πελαγώσω | πελαγώσει | ||
| β' ενικ. | πελάγωσες | θα πελαγώσεις | να πελαγώσεις | πελάγωσε | ||
| γ' ενικ. | πελάγωσε | θα πελαγώσει | να πελαγώσει | |||
| α' πληθ. | πελαγώσαμε | θα πελαγώσουμε | να πελαγώσουμε | |||
| β' πληθ. | πελαγώσατε | θα πελαγώσετε | να πελαγώσετε | πελαγώστε | ||
| γ' πληθ. | πελάγωσαν πελαγώσαν(ε) |
θα πελαγώσουν(ε) | να πελαγώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πελαγώσει | είχα πελαγώσει | θα έχω πελαγώσει | να έχω πελαγώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πελαγώσει | είχες πελαγώσει | θα έχεις πελαγώσει | να έχεις πελαγώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πελαγώσει | είχε πελαγώσει | θα έχει πελαγώσει | να έχει πελαγώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πελαγώσει | είχαμε πελαγώσει | θα έχουμε πελαγώσει | να έχουμε πελαγώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πελαγώσει | είχατε πελαγώσει | θα έχετε πελαγώσει | να έχετε πελαγώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πελαγώσει | είχαν πελαγώσει | θα έχουν πελαγώσει | να έχουν πελαγώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.