πεισματωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεισματωμένος | η | πεισματωμένη | το | πεισματωμένο |
| γενική | του | πεισματωμένου | της | πεισματωμένης | του | πεισματωμένου |
| αιτιατική | τον | πεισματωμένο | την | πεισματωμένη | το | πεισματωμένο |
| κλητική | πεισματωμένε | πεισματωμένη | πεισματωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεισματωμένοι | οι | πεισματωμένες | τα | πεισματωμένα |
| γενική | των | πεισματωμένων | των | πεισματωμένων | των | πεισματωμένων |
| αιτιατική | τους | πεισματωμένους | τις | πεισματωμένες | τα | πεισματωμένα |
| κλητική | πεισματωμένοι | πεισματωμένες | πεισματωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεισματωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πεισματώνω
Μεταφράσεις
πεισματωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.