πεισματώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
πεισματώνω < μεσαιωνική ελληνική πεισματώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πεισματώνω | πεισμάτωνα | θα πεισματώνω | να πεισματώνω | πεισματώνοντας | |
| β' ενικ. | πεισματώνεις | πεισμάτωνες | θα πεισματώνεις | να πεισματώνεις | πεισμάτωνε | |
| γ' ενικ. | πεισματώνει | πεισμάτωνε | θα πεισματώνει | να πεισματώνει | ||
| α' πληθ. | πεισματώνουμε | πεισματώναμε | θα πεισματώνουμε | να πεισματώνουμε | ||
| β' πληθ. | πεισματώνετε | πεισματώνατε | θα πεισματώνετε | να πεισματώνετε | πεισματώνετε | |
| γ' πληθ. | πεισματώνουν(ε) | πεισμάτωναν πεισματώναν(ε) |
θα πεισματώνουν(ε) | να πεισματώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πεισμάτωσα | θα πεισματώσω | να πεισματώσω | πεισματώσει | ||
| β' ενικ. | πεισμάτωσες | θα πεισματώσεις | να πεισματώσεις | πεισμάτωσε | ||
| γ' ενικ. | πεισμάτωσε | θα πεισματώσει | να πεισματώσει | |||
| α' πληθ. | πεισματώσαμε | θα πεισματώσουμε | να πεισματώσουμε | |||
| β' πληθ. | πεισματώσατε | θα πεισματώσετε | να πεισματώσετε | πεισματώστε | ||
| γ' πληθ. | πεισμάτωσαν πεισματώσαν(ε) |
θα πεισματώσουν(ε) | να πεισματώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πεισματώσει | είχα πεισματώσει | θα έχω πεισματώσει | να έχω πεισματώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πεισματώσει | είχες πεισματώσει | θα έχεις πεισματώσει | να έχεις πεισματώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πεισματώσει | είχε πεισματώσει | θα έχει πεισματώσει | να έχει πεισματώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πεισματώσει | είχαμε πεισματώσει | θα έχουμε πεισματώσει | να έχουμε πεισματώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πεισματώσει | είχατε πεισματώσει | θα έχετε πεισματώσει | να έχετε πεισματώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πεισματώσει | είχαν πεισματώσει | θα έχουν πεισματώσει | να έχουν πεισματώσει |
| |
Μεταφράσεις
πεισματώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.