πεζόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πεζόδρομος | οι | πεζόδρομοι |
| γενική | του | πεζόδρομου & πεζοδρόμου |
των | πεζόδρομων & πεζοδρόμων |
| αιτιατική | τον | πεζόδρομο | τους | πεζόδρομους & πεζοδρόμους |
| κλητική | πεζόδρομε | πεζόδρομοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πεζόδρομος σε πόλη της Γερμανίας
Ετυμολογία
- πεζόδρομος < πεζός + -ο- + δρόμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pedestrian zone)
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈzo.ðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζό‐δρο‐μος
- τονικό παρώνυμο: πεζοδρόμος
Ουσιαστικό
πεζόδρομος αρσενικό
- δρόμος που προορίζεται για την κυκλοφορία πεζών και απαγορεύει την κυκλοφορία οχημάτων
Συγγενικά
- πεζοδρόμηση
- πεζοδρομιακός
- πεζοδρόμιο
- πεζοδρόμος
- πεζοδρομώ
- → δείτε τις λέξεις πεζός και δρόμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.