πεζοδρομιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεζοδρομιακός η πεζοδρομιακή το πεζοδρομιακό
      γενική του πεζοδρομιακού της πεζοδρομιακής του πεζοδρομιακού
    αιτιατική τον πεζοδρομιακό την πεζοδρομιακή το πεζοδρομιακό
     κλητική πεζοδρομιακέ πεζοδρομιακή πεζοδρομιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεζοδρομιακοί οι πεζοδρομιακές τα πεζοδρομιακά
      γενική των πεζοδρομιακών των πεζοδρομιακών των πεζοδρομιακών
    αιτιατική τους πεζοδρομιακούς τις πεζοδρομιακές τα πεζοδρομιακά
     κλητική πεζοδρομιακοί πεζοδρομιακές πεζοδρομιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεζοδρομιακός < πεζοδρόμιο + -ακός

Επίθετο

πεζοδρομιακός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.