πεζομάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πεζομάχος | οι | πεζομάχοι |
| γενική | του | πεζομάχου | των | πεζομάχων |
| αιτιατική | τον | πεζομάχο | τους | πεζομάχους |
| κλητική | πεζομάχε | πεζομάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεζομάχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζομάχος < αρχαία ελληνική πεζομαχία. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -μάχος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.zoˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐μά‐χος
Μεταφράσεις
πεζομάχος
|
|
Πηγές
- Λέξεις με πεζομαχ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πεζομάχος | τὸ | πεζομάχον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πεζομάχου | τοῦ | πεζομάχου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πεζομάχῳ | τῷ | πεζομάχῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πεζομάχον | τὸ | πεζομάχον | ||
| κλητική ὦ! | πεζομάχε | πεζομάχον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πεζομάχοι | τὰ | πεζομάχᾰ | ||
| γενική | τῶν | πεζομάχων | τῶν | πεζομάχων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πεζομάχοις | τοῖς | πεζομάχοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πεζομάχους | τὰ | πεζομάχᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πεζομάχοι | πεζομάχᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζομάχω | τὼ | πεζομάχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πεζομάχοιν | τοῖν | πεζομάχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πεζομάχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεζομάχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.