πατσατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πατσατζής | οι | πατσατζήδες |
| γενική | του | πατσατζή | των | πατσατζήδων |
| αιτιατική | τον | πατσατζή | τους | πατσατζήδες |
| κλητική | πατσατζή | πατσατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατσατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική paçacı
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.t͡saˈd͡zis/
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.