πατρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατρότητα οι πατρότητες
      γενική της πατρότητας των πατροτήτων
    αιτιατική την πατρότητα τις πατρότητες
     κλητική πατρότητα πατρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατρότητα < ελληνιστική κοινή πατρότης

Ουσιαστικό

πατρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του πατέρα ως φυσικού γονέα
  2. (μεταφορικά) το να έχει δημιουργήσει, επινοήσει ή εφεύρει κάποιος κάτι καινούριο και πρωτότυπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.