πατρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πατρότης | αἱ | πατρότητες | ||||
| γενική | τῆς | πατρότητος | τῶν | πατροτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | πατρότητῐ | ταῖς | πατρότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πατρότητᾰ | τὰς | πατρότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | πατρότης | πατρότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πατρότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πατροτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πατρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πατήρ, πατρ- + -ότης
Πηγές
- πατρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.